- προφασίζομαι
- ΝΜΑ [πρόφασις]προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα, προσχηματίζομαι (α. «προφασίστηκε αδιαθεσία και δεν ήλθε» β. «τὸν μῆνα προυφασίσαντο», Θουκ.γ. «ἀρρωστεῑν προφασίζεται», Δημοσθ.)αρχ.1. αναφέρω ως κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ κάποιον ότι δήθεν... («Σάρδεσιν ἐπιβουλεῡσαι [ἡμᾱς] προφασιζόμενος», Πλάτ.»)2. αναζητώ λόγο φιλονικίας εναντίον κάποιου, επιδιώκω να αποδώσω σε κάποιον αίτιο φιλονικίας.
Dictionary of Greek. 2013.